Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσβωθέω — Α ιων. τ. βλ. προσβοηθῶ … Dictionary of Greek
προσβοηθώ — έω, ιων. τ. προσβωθέω Α τρέχω για βοήθεια κάποιου («Κερκυραῑοι μετ αὐτῶν πεντήκοντα ναυσὶ προσβεβοηθηκότες», Θουκ.) … Dictionary of Greek